πλαδαρός — moist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… … Dictionary of Greek
πλαδαρός — ή, ό χαλαρός, μαλακός: Πλαδαρές σάρκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαδαρά — πλαδαρός moist neut nom/voc/acc pl πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc/acc dual πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαρώτερον — πλαδαρός moist adverbial comp πλαδαρός moist masc acc comp sg πλαδαρός moist neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαρῶν — πλαδαρός moist fem gen pl πλαδαρός moist masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαρόν — πλαδαρός moist masc acc sg πλαδαρός moist neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαραῖς — πλαδαρός moist fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαραί — πλαδαρός moist fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαροῖς — πλαδαρός moist masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαροῖσι — πλαδαρός moist masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)